κομμούνα

κομμούνα
Βλ. λ. Κομούνα.
* * *
η
1. η κοινότητα ως ανώτατη πολιτική (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) εξουσία
2. το σύνολο τών κομμουνιστών
3. (υβριστικά) κομμουνιστής
4. φρ. «κομμούνα τού Παρισιού»
α) η δημοτική αρχή τού Παρισιού κατά τη διάρκεια τής Γαλλικής Επανάστασης
β) γαλλική επαναστατική κυβέρνηση που σχηματίστηκε στις 18 Μαρτίου 1871 και ανατράπηκε στις 27 Μαΐου τού ίδιου έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. comune, θηλ. τού επιθ. comune «κοινός» < λατ. communis «κοινός». Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις. Η λ. διατηρεί την παραδοσιακή της ορθογραφία, παρά την επικρατούσα τάση απλοποιήσεως τών διπλών συμφώνων ξενικής προελεύσεως. Την ίδια ορθογραφία διατηρούν και οι λ. κομμούνι, κομμουνίζω, κομμουνισμός, κομμουνιστής, κομμουνιστικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κομμουνίζω — [κομμούνα] 1. διάκειμαι φιλικά προς το κομμουνιστικό κόμμα και τα μέλη του 2. κλίνω, ρέπω προς τον κομμουνισμό 3. ασπάζομαι τις ιδέες και τις αρχές τού κομμουνισμού …   Dictionary of Greek

  • Zealots, Thessalonica — The Zealots were an anti aristocratic political group with social demands that dominated political developments in Thessalonica from 1342 until 1350. The contemporary sources, notably anti Zealot in sympathies, provide little information on the… …   Wikipedia

  • κομμουνισμός — Βλ. λ. κομουνισμός. * * * ο 1. θεωρία και οικονομικοκοινωνικό σύστημα που έχει ως βάση την κοινωνική ιδιοκτησία τών μέσων παραγωγής, την πλήρη κατάργηση τών κοινωνικών τάξεων και διακρίσεων και την εφαρμογή τής αρχής «από τον καθένα ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • κομμουνιστής — ο, θηλ. κομμουνίστρια αυτός που ασπάζεται τη θεωρία τού κομμουνισμού και αγωνίζεται για την επικράτησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ουσ. communiste < commun «κοινός» (< λατ. communis «κοινός») + κατάλ. iste (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κομμουνιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κομμουνισμό (α. «κομμουνιστικό κόμμα» β. «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. communistic < communist (πρβλ. κομμουνιστής) + ic (πρβλ. ικός). Για την ορθογραφία… …   Dictionary of Greek

  • κομμούνι — το (υβριστικά) κομμουνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κομμουν τού κομμουν ιστής + υποκορ. κατάλ. ι (με μειωτική σημ.) Για την ορθογραφία βλ. λ. κομμούνα] …   Dictionary of Greek

  • Μαργκερίτ — (Margueritte). Επώνυμο δύο Γάλλων συγγραφέων. 1. Βικτόρ (Victore, Αλγέρι 1866 – Μονεστιέ Γαλλίας 1942). Μετά το τέλος της συνεργασίας με τον αδελφό του, Πολ, αναζήτησε την επιτυχία σε προσωπικό επίπεδο. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμια …   Dictionary of Greek

  • Μπλαν, Ζαν Ζοζέφ Σαρλ Λουί — (Jean Joseph Charles Luis Blanc, Μαδρίτη 1811 – Κάνες 1882). Γάλλος δημοσιολόγος, ιστορικός και πολιτικός. Ιδρυτής της Revue du progres (1839), περιοδικού κοινωνικών μελετών, ρομαντικός σοσιαλιστής και λίγο ονειροπόλος, φανατικός υποστηρικτής της …   Dictionary of Greek

  • Μπλανκί, Λουί Ογκίστ — (Luis Auguste Blanqui, Πιζέ Τενιέρ 1805 – Παρίσι 1881). Γάλλος επαναστάτης. Καρμπονάρος, φανατικός επαναστάτης και ακαταπόνητος συνωμότης, συνδέθηκε στενά, μετά την επανάσταση του Ιουλίου 1830, με τον Φιλίπο Μπουοναρότι και τον Ρασπάιγ, για να… …   Dictionary of Greek

  • Σομέτ, Πιερ Γκασπάρ — (Chaumett, 1763 – 1794). Γάλλος, παράγοντας της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης. Ήταν μέλος της λέσχης των Κορδελιέρων. Πήρε μέρος στην οργάνωση της λαϊκής εξέγερσης της 10ης Αυγούστου l792, μετά την επικράτηση της οποίας έγινε εισαγγελέας της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”